- σεμνοποιός
- -όν, ΜΑαυτός που προσδίδει σε κάποιον σεμνότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνοποιΐα — ἡ, Α [σεμνοποιός] κομπασμός, αλαζονεία («ἡ ἐπ ἀσέμνοις πράγμασι σεμνοποιΐα», Φίλ.) … Dictionary of Greek
σεμνοποιώ — έω, ΜΑ [σεμνοποιός] 1. εξυψώνω, μεγαλώνω, δοξάζω κάποιον 2. σέβομαι, τιμώ κάποιον … Dictionary of Greek